Tuesday, January 31, 2012

Διαγωνισμός ποίησης!

Ναι...ναι...Καλά διαβάσατε!!!
Προκηρύσσω διαγωνισμό ποίησης από αυτή τη στιγμή και μέχρι τις 14 Φεβρουαρίου!
Μπορείτε να συμμετέχετε μ'ένα δικό σας ποίημα ή ένα αγαπημένο σας ποίημα αρκεί να αναφέρετε τον τίτλο και το δημιουργό. Ένας στίχος που σας αντιπροσωπεύει είναι αρκετός! Εγώ θα φροντίσω το ποίημά σας να αναρτηθεί κάτω από το δικό μου που θα κάνει την αρχή!
Το θέμα είναι ελεύθερο!
Ο νικητής θα προκύψει ύστερα από κλήρωση.

Σημ.: Αφήστε το ποίημά σας σε σχόλιο ώστε να το αναρτήσω αμέσως μετά...
Από εμένα:

Ανθισμένη αμυγδαλιά.

Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά

με τα χεράκια της
κι εγέμισ' από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της...
Γεώργιος Δροσίνης
1)Από τη Lefkothea:

Πόσο πολύ σ'αγάπησα

Πόσο πολύ, πόσο πολύ,
πόσο πολύ σ' αγάπησα
πόσο πολύ σ' αγάπησα
ποτέ δε θα το μάθεις
Απ' τη ζωή, απ' τη ζωή,
απ' τη ζωή μου πέρασες
κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα
κι αγύριστα πουλιά...
Κατίνα Παίζη
2)Από τη Δήμητρα:

Η καρδιά της Μάνας

Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
- Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ' αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιος, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!

Άγγελος Βλάχος

3)Aπό τη Διονυσία:


Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

(μερικοί στίχοι από το σχεδίασμα Β δουλεμένο από το 1833-1844)


2:Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Παλικαρά και μορφονιέ, γειά σου, Καλέ, χαρά σου!
12: Στου τέκνου σύρριζα το νου, Θεού της μάνας μάτι.Λόγο, έργο, νόημα....Από το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρουμό του.
13: Μνήσθητι, Κύριε-είναι κοντά. Μνήσθητι, Κύριε-εφάνη! Έπαψαν τα φιλιά στη γη......Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια. Μια χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ' εκείνο.
36: Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
51:Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.


Διονύσιος Σολωμός


4)Από την Penelope:


Τα δένδρα


...Γι' αυτό του θλίβετ' η καρδιά
την δίψα τους σαν βλέπει:
είναι δικά του τα παιδιά,
να τα ποτίση πρέπει!...

Γεώργιος Βιζυηνός


5)Από την Ξανθή:


ΠΟΥΣΙ


Επεσε το πούσι αποβραδίς
-- το καραβοφάναρο χαμένο --
κ' έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μές στην τιμονιέρα να με δείς.

Κάτασπρα φοράς κ' έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυό του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία· θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ' είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ηρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.

Καββαδίας

6)Από τη Βιολέτα:


Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον



Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακούσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


7)Από τη γιαγιά Αντιγόνη:


ΤΟ ΒΑΠΟΡΙ


Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.

ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ


8)Από τη Ρούλα Σμαραγδένια:


ΑΤΙΤΛΟ


Για πολιτείες αγνωστες ξεκίνησε να πάει.
Παιζογελούσε η Ανοιξη μες την καρδιά του Μάη.
Την θαλασσόπρτα ανοίγει να κινήσει,
της φαντασίας το ταξίδι ν αρχινησει.
Χιλια χαμόγελα τριγύρω σκορπισμένα,
γλάροι πετούν με τα φτερά τους ανοιγμένα.
Για χώρες όμορφες ξεκίνησε στ αλήθεια,
που μοιάζαν όμως σαν της γιαγιάς μας τα παραμύθια......


Ρούλα Σμαραγδένια

9)Από τον Λάμπρο Πορφύρα:


LACRIMAE RERUM

'Αμοιρη! Το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου τη θλιμένη
στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.

Κάτι σα μόσκου μυρωδιά κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα θολό κι ανέγγιχτο,
κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.

'Εξω βαρύ μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας και τότε αντάμα
τα πράγματα, που αγιάσανε τα χέρια σου,
αρχίζουν ένα κλάμα...κι ένα κλάμα...

Κι απ' τη γωνιά, ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ'αγαπημένο μας παλιό ρολόι
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας,
ρυθμίζει αργά φριχτά το μοιρολόι.

Δημήτριος Σύψωμος, 1879-1932

10)Από την Ξένια:

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.

Τ.Λειβαδίτης

17 comments:

Rena said...

Ωραία ιδέα!!!!!

Lefkothea said...

Μαρινα καλησπερα...θελεις την συμμετοχη σε μηνυμα η σαν απαντηση στην αναρτηση αυτη???Την εχω ετοιμη...συνοδευετε και με ενα βιντεακι γιατι ειναι ενα ποιημα της Κατινας Παιζη που το το ερμηνευει ο Θηβαιος..γνωστο κι αγαπημενο πολυ....ποσο πολυ σ αγαπησα...ποτε δεν θα το μαθεις...
http://www.youtube.com/watch?v=8ISiGxgEtE4
καλο βραδυ...

Ξανθή said...

Με πρόλαβε η Λευκοθέα!!!αλλά επειδή στην οικογένεια υπάρχει ποιητής θα προσπαθήσω να τον πείσω να γράψει.
Καλό Μήνα!!

para-kelsoscooks said...

Καλό μήνα Μαρίνα.Λες να γίνουμε και ποιήτριες εκτός από ....ντεκουπατζούδες;

Anonymous said...

ΘΕΛΩ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΩ ΑΛΛΑ ΠΕΣ ΜΑΣ ΠΩΣ.ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟ ΘΕΣ ΣΑΝ ΣΧΟΛΙΟ ΕΔΩ,ΜΕ ΔΙΚΙΑ ΜΑΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ;;;

χρυσάνθη said...

Τσα!!!ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ Μαρινάκι!!!
Ποίημα???Χμμμ λίγο δύσκολο!!!!Μάλλον είμαι πολύ πεζή!!!!Φιλάκια!!!

manousina said...

Καλό μήνα Μαρινάκι!!

Δημιουργία said...

Καλη εβδομαδα να εχεις.Για ποιημα θα το ψαξω.

Διονυσία said...

Μαρίνα, καλησπέρα. Είμαι η Διονυσία. Δεν έχω μπλογκ αλλά θα ήθελα να πάρω μέρος στο διαγωνισμό σου (ο οποίος είναι και πολύ ενδιαφέρον).
Σου γράφω μερικούς στίχους του αγαπημένου μου Σολωμού, από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, από το σχεδίασμα Β δουλεμένο από το 1833-1844):
2:Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Παλικαρά και μορφονιέ, γειά σου, Καλέ, χαρά σου!
12: Στου τέκνου σύρριζα το νου, Θεού της μάνας μάτι.Λόγο, έργο, νόημα....Από το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρουμό του.
13: Μνήσθητι, Κύριε-είναι κοντά. Μνήσθητι, Κύριε-εφάνη! Έπαψαν τα φιλιά στη γη......Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια. Μια χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ' εκείνο.
36: Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
51:Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
Σε ευχαριστώ πολύ για τη συμμετοχή.
Φιλάκια,
Διονυσία

Ειρηνη Σ said...

αδυναμιες
δεν ειχες καμια
ειχα μια
αγαπουσα
Μπρετολ Μπρεχτ
να εισαι καλα Μαρινα

Penelope said...

Όπως ήδη σου έγραψα Μαρίνα μου, δεν το είχα πάρει χαμπάρι...
Υπάρχουν μερικά ποιήματα που μου αρέσουν πολύ. Αλλά Τα Δένδρα που δημοσίευσα (με τη γνωστή αφορμή) νομίζω πως ήρθε την κατάλληλη στιγμή.
Με αυτό λοιπόν να υποβάλλω συμμετοχή, για να το κάνουμε και ευρύτερα γνωστό.
"""
Γι' αυτό του θλίβετ' η καρδιά
την δίψα τους σαν βλέπει,
είναι δικά του τα παιδιά,
να τα ποτίση πρέπει!
"""
Γεώργιος Βιζυηνός

Ξανθή said...

Καλημέρα!!μιας και δεν έπεισα τον ταξιδεμένο ποιητή ας σου δώσω ένα από τα αγαπημένα μου του Καββαδία.
ΠΟΥΣΙ
Επεσε το πούσι αποβραδίς
-- το καραβοφάναρο χαμένο --
κ' έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μές στην τιμονιέρα να με δείς.

Κάτασπρα φοράς κ' έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυό του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία· θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ' είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ηρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.

Βιoλέτα said...

Εννοείται πως συμμετέχω κι εγώ με το αγαπημένο μου:

Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακούσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Καλό ΣΚ
από τον παγωμένο Βόλο

Γιαγιά Αντιγόνη said...

ΤΟ ΒΑΠΟΡΙ
Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.
ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ.

Μαρινάκι μου είναι ένα από τα αγαπημένα μου!
Ευχαριστώ!

Σμαραγδάκι- Ρούλα said...

ΓΙα σου ΜΑΡΙΝΑ ..καλως σε βρήκα μεσα απο το μπλοκ της Αντιγόνης...και ειδα για τον διαγωνισμό..σου στελνω ενα δικό μου..ποιήμα...
<< ΑΤΙΤΛΟ>>
Για πολιτείες αγνωστες ξεκίνησε να πάει.
Παιζογελούσε η Ανοιξη μες την καρδιά του Μάη.
Την θαλασσόπρτα ανοίγει να κινήσει,
της φαντασίας το ταξίδι ν αρχινησει.
Χιλια χαμόγελα τριγύρω σκορπισμένα,
γλάροι πετούν με τα φτερά τους ανοιγμένα.
Για χώρες όμορφες ξεκίνησε στ αλήθεια,
που μοιάζαν όμως σαν της γιαγιάς μας τα παραμύθια......

Καλό βραδυ ....θα τα λέμε..

Anonymous said...

Υπέροχη η ιδέα σου
Σου στέλνω κι εγώ το αγαπημένο μου ποίημα της νιότης μου.

LACRIMAE RERUM

'Αμοιρη! Το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου τη θλιμένη
στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.

Κάτι σα μόσκου μυρωδιά κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα θολό κι ανέγγιχτο,
κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.

'Εξω βαρύ μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας και τότε αντάμα
τα πράγματα, που αγιάσανε τα χέρια σου,
αρχίζουν ένα κλάμα...κι ένα κλάμα...

Κι απ' τη γωνιά, ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ'αγαπημένο μας παλιό ρολόι
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας,
ρυθμίζει αργά φριχτά το μοιρολόι.
Λάμπρος Πορφύρας (Δημήτριος Σύψωμος, 1879-1932)
http://internetgreeksites.blogspot.com/

Ξένια said...

Καλησπέρα, πρόλαβα;
Κάτι επίκαιρο...

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.

Τ.Λειβαδίτης