Προκηρύσσω διαγωνισμό ποίησης από αυτή τη στιγμή και μέχρι τις 14 Φεβρουαρίου!
Μπορείτε να συμμετέχετε μ'ένα δικό σας ποίημα ή ένα αγαπημένο σας ποίημα αρκεί να αναφέρετε τον τίτλο και το δημιουργό. Ένας στίχος που σας αντιπροσωπεύει είναι αρκετός! Εγώ θα φροντίσω το ποίημά σας να αναρτηθεί κάτω από το δικό μου που θα κάνει την αρχή!
Το θέμα είναι ελεύθερο!
Ο νικητής θα προκύψει ύστερα από κλήρωση.
Σημ.: Αφήστε το ποίημά σας σε σχόλιο ώστε να το αναρτήσω αμέσως μετά...
Από εμένα:
Ανθισμένη αμυγδαλιά.
Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
κι εγέμισ' από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της...
Πόσο πολύ σ'αγάπησα
Πόσο πολύ, πόσο πολύ,
πόσο πολύ σ' αγάπησα
πόσο πολύ σ' αγάπησα
ποτέ δε θα το μάθεις
Απ' τη ζωή, απ' τη ζωή,
απ' τη ζωή μου πέρασες
κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα
κι αγύριστα πουλιά...
Η καρδιά της Μάνας
Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
- Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ' αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.
Τρέχει ο νιος, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!
Άγγελος Βλάχος
3)Aπό τη Διονυσία:
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
(μερικοί στίχοι από το σχεδίασμα Β δουλεμένο από το 1833-1844)
2:Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Παλικαρά και μορφονιέ, γειά σου, Καλέ, χαρά σου!
12: Στου τέκνου σύρριζα το νου, Θεού της μάνας μάτι.Λόγο, έργο, νόημα....Από το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρουμό του.
13: Μνήσθητι, Κύριε-είναι κοντά. Μνήσθητι, Κύριε-εφάνη! Έπαψαν τα φιλιά στη γη......Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια. Μια χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ' εκείνο.
36: Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
51:Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
Διονύσιος Σολωμός
4)Από την Penelope:
Τα δένδρα
...Γι' αυτό του θλίβετ' η καρδιά
την δίψα τους σαν βλέπει:
είναι δικά του τα παιδιά,
να τα ποτίση πρέπει!...
Γεώργιος Βιζυηνός
5)Από την Ξανθή:
ΠΟΥΣΙ
Επεσε το πούσι αποβραδίς
-- το καραβοφάναρο χαμένο --
κ' έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μές στην τιμονιέρα να με δείς.
Κάτασπρα φοράς κ' έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.
Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυό του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία· θα ζαλιστείς.
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ' είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ηρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.
Καββαδίας
6)Από τη Βιολέτα:
Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακούσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.
Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.
Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.
ΑΤΙΤΛΟ
Για πολιτείες αγνωστες ξεκίνησε να πάει.
Παιζογελούσε η Ανοιξη μες την καρδιά του Μάη.
Την θαλασσόπρτα ανοίγει να κινήσει,
της φαντασίας το ταξίδι ν αρχινησει.
Χιλια χαμόγελα τριγύρω σκορπισμένα,
γλάροι πετούν με τα φτερά τους ανοιγμένα.
Για χώρες όμορφες ξεκίνησε στ αλήθεια,
που μοιάζαν όμως σαν της γιαγιάς μας τα παραμύθια......
Ρούλα Σμαραγδένια
9)Από τον Λάμπρο Πορφύρα:
LACRIMAE RERUM
'Αμοιρη! Το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου τη θλιμένη
στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σα μόσκου μυρωδιά κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα θολό κι ανέγγιχτο,
κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.
'Εξω βαρύ μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας και τότε αντάμα
τα πράγματα, που αγιάσανε τα χέρια σου,
αρχίζουν ένα κλάμα...κι ένα κλάμα...
Κι απ' τη γωνιά, ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ'αγαπημένο μας παλιό ρολόι
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας,
ρυθμίζει αργά φριχτά το μοιρολόι.
Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε
Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.